- ὑακινθίζω
- ὑᾰκινθίζω [pron. full] [ῠ],A to be like the ὑάκινθος, Plin.HN37.77, v.l. for ὑακινθοειδῆ in Dsc.3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υακινθίζω — ΜΑ [ὑάκινθος] είμαι όμοιος με το φυτό υάκινθος … Dictionary of Greek